ἄμιθα
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
kind of
A cake, perh. = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀμιθάς (cf. ἀμαμιθάδες) Anacr.144 (cj., cód. ἄμιθα)
sent. dud., quizá un tipo de condimento ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα Hsch., Anacr.l.c.
•más prob. provisiones, PHaun.22.11 (II/III a.C.), PHamb.90.18 (III a.C.).