δυσεπινόητος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον,
A hard to understand, M.Ant.6.17; hard to devise or plan out, Jul.Or.1.12b.
German (Pape)
[Seite 679] schwer einzusehen, M. Anton. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπινόητος: -ον, δυσνόητος, Μ. Ἀντων. 6. 17, Ἰουλιαν. 12Β.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de entender, difícil de imaginar ἡ ἀναγωγή de las pirámides de Egipto, Ph.Byz.Mir.β, ὁδός de la virtud, M.Ant.6.17, δυσεπινοήτῳ θειότητι χρώμενος utilizando un poder divino difícil de entender Iambl.VP 65, c. dat. de pers. τοῖς μειρακίοις σωτηρίας τρόπον δυσεπινόητον Iul.Or.1.12b.