διαμυκτηρίζω
From LSJ
English (LSJ)
strengthd. for μυκτηρίζω, D.L.9.113.
German (Pape)
[Seite 591] verspotten, D. L. 9, 113.
Greek (Liddell-Scott)
διαμυκτηρίζω: ἐπιτεταμ. μυκτηρίζω, Διογ. Λ. 9. 113.
Spanish (DGE)
escarnecer, burlarse de τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.Luc.1.240.35
•abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113.