ἀνθρωποθυσία
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ἡ,
A human sacrifice, ib.857a, al.: in pl., ib.417c, Str.4.4.5, Pallasap.Porph.Abst. 2.56.
German (Pape)
[Seite 234] ἡ, Menschenopfer, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποθῠσία: ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sacrifice humain.
Étymologie: ἄνθρωπος, θύω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sacrificio humano Plu.2.417c, 857a, Str.4.4.5, Pallas en Porph.Abst.2.56, Eus.LC 13 (p.239.12).