ἀρτιώνυμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of even denomination, epith. of all even numbers, Nicom.Ar.1.8:—hence ἀρτι-ωνῠμέω, to be even, Iamb. in Nic.p.22 P.
German (Pape)
[Seite 363] Nicom. arithm. 1, 8, der Benennung nach gerade, s. ἀρτιοδύναμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιώνῠμος: -ον, ἄρτιον ἔχων ὄνομα, ἐπίθ. πάντων τῶν ἀρτίων ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. 1. 8: ― ἐντεῦθεν ῥῆμα -υμέω, εἶμαι ἄρτιος, αὐτόθι, Ἰάμβλ.
Spanish (DGE)
-ον designado como par, par Nicom.Ar.1.8.