ἀρυταινοειδής

From LSJ
Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρῠταινοειδής Medium diacritics: ἀρυταινοειδής Low diacritics: αρυταινοειδής Capitals: ΑΡΥΤΑΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arytainoeidḗs Transliteration B: arytainoeidēs Transliteration C: arytainoeidis Beta Code: a)rutainoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰ], ές,

   A shaped like an ἀρύταινα, χόνδρος ἀ. arytenoid cartilage of the larynx, Gal.UP7.11, cf. 18(2).951.

German (Pape)

[Seite 364] χόνδρος, gießkannensörmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρῠταινοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἀρυταίνης, «ὁ τρίτος χόνδρος (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας ἔνιοι καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556.

Spanish (DGE)

-ές
anat. aritenoides e.d. de forma de cazo (χόνδρος) οὖ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσι (cartílago) a cuyo extremo llaman aritenoides la mayoría de los anatomistas Gal.3.553
subst. ὁ ἀ. el aritenoides Gal.18(2).951.