ἀρύτω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
French (Bailly abrégé)
c. ἀρύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
en v. med. sacar líquidos de ríos, fuentes o recipientes, c. gen. partit. σφῶν (de ríos de comida), Pherecr.137.5, ὑδάτων χρυσέαις ... πρόχοισιν Ar.Nu.272, c. gen. separat. χρυσαῖς φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος Pl.Criti.120a, ὧν (πηγῶν) Pl.Lg.636d, fig. en v. act. κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν ὥσπερ αἱ βάκχαι Pl.Phdr.253a
•át. según Moer.34; cf. 1 ἀρύω.