ἀσχαδής
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ές, (σχάζω)
A not to be restrained, A.Fr.418.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχᾰδής: -ές, (σχάζω) ἀκατάσχετος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 363, πρβλ. Ἡσύχ. ἔνθα ἑρμηνεύεται «ἀμετάσχετος».
Spanish (DGE)
(ἀσχᾰδής) -ές irreprimible s. cont., A.Fr.418.