βαρύτης
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς)
A weight, heaviness, νεῶν Th.7.62, cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb, β. ναρκώδης Plu.2.978c; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b. II of men, troublesomeness, importunity, ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.; β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57. 2 arrogance, Arist.Rh.1391a28; gravity, τοῦ ἤθους Plu. Fab.I codd. III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA778a19, de An.422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po.1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al. IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.
German (Pape)
[Seite 435] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύτης: [ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς) βάρος, βαρύτης, Θουκ. 7. 62· βαρύτης μέλους, ὀκνηρία, Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀχληρία, ἐνόχλησις, Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, βαρύτης, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, ἰσχύς, βάθος ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ ὀξύτης, Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς τόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. pesanteur, poids, lourdeur;
II. fig. :
1 gravité (du son, de la voix) ; t. de gramm. l’accent grave;
2 gravité, dignité;
3 caractère difficile à supporter, désagrément (que cause une personne ou une chose).
Étymologie: βαρύς.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I op. κουφότης
1 peso, sobrecarga τῶν νεῶν Th.7.62, τῶν πλοίων Plb.1.51.9, de árboles, Thphr.HP 5.3.1
•pesadez de alimentos, Thphr.CP 6.13.3, ἀπεψία καὶ β. καὶ πλησμονὴ σώματος Plu.2.978c
•intensidad de un aroma, Thphr.CP 6.14.2, gener., Pl.Lg.897a.
2 de partes del cuerpo torpor, entumecimiento τῶν σκελῶν D.S.14.71, β. ναρκώδης ... ταῖς χερσίν Plu.2.978c
•molestia profunda, gravedad ὑπεραλγὴς ὢν διὰ τὴν βαρύτατα τῆς ... ὀφθαλμίας Plb.3.79.12.
3 fig. del carácter orgullo, altivez, arrogancia ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31, de los tebanos, D.18.35, de los rodios, Plb.25.4.4, Μάρκου Plb.1.31.7, Δημητρίου Plu.Pyrrh.11, cf. Arist.Rh.1391a28, Plu.Cat.Mi.57, I.AI 18.37, Aristaenet.1.22.22
•inoportunidad, pesadez δαίμονος Hld.7.25.7.
II op. ὀξύτης gravedad de la voz, Pl.Phlb.17c, Pl.Prt.316a, Ph.2.174
•del acento, Aristid.Quint.7.3, 5, Ammon.Diff.405, esp. de la baritonesis eolia AB 662.30
•mús. de los tonos, Anon.Bellerm.36, 37.