βουλευτός

Revision as of 12:21, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ή, όν,

   A devised, plotted, A.Ch.494.    II matter for deliberation, Arist.EN1113a2, etc.    III βουλευτός, = βουλευτής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 457] berathschlagt, überlegt, Aesch. Ch. 494; worüber berathschlagt werden kann, Arist. Eth. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτός: -ή, -όν, ἐπινοηθείς, σχεδιασθείς, Αἰσχύλ. Χο. 494. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως καὶ συζητήσεως, ὑπόθεσις πρὸς ἐξέτασιν, σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
délibéré, réfléchi.
Étymologie: adj. verb. de βουλεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): dór. βωλ- Call.Lau.Pall.38
I planeado, instigado, decidido θάνατος Call.l.c.
II subst.
1 ὁ β. consejero Hsch.
2 neutr. objeto de deliberación β. δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό Arist.EN 1113a2.