γεφυρίζω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
A abuse from the causeway, in the procession from Athens to Eleusis, Hsch., Suid.: hence, abuse freely, Plu.Sull.6,13.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρίζω: λοιδορῶ ἀπὸ τῆς γεφύρας (ὑπῆρχε γέφυρα μεταξὺ Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος, καὶ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι διήρχοντο αὐτὴν ἐν σεμνῇ πομπῇ, εἶχον παλαιὰν συνήθειαν νὰ λοιδορῶσιν ὅν τινα ἤθελον, Ἡσύχ., Σουίδ.), καὶ οὕτως, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως λοιδορῶ, χλευάζω, ὑβρίζω τινά, Πλούτ. Σύλλ. 6. 13·-ἐντεῦθεν, γεφῡρισμός, ὁ, πα-
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
assaillir de plaisanteries grossières, comme faisaient les oisifs, sur le pont pendant les mystères d’Éleusis.
Étymologie: γέφυρα.
Spanish (DGE)
lanzar bromas insultantes desde el puente en la procesión de Atenas a Eleusis, Sud.
•de aquí lanzar insultos ἀπὸ τοῦ τείχους γεφυρίζοντες Plu.Sull.6, cf. 13.