γορυνίας
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
Boeotian name for μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.2.110.
Spanish (DGE)
ὁ
bot., n. beoc. de la μυρσίνη ἀγρία rusco, brusco Ps.Dsc.4.144 (ap. crít., v. γοργυνθίας).