δαΐκτωρ
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = δαϊκτήρ 2, γάμος A.Supp.798 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 514] ὁ, = δαϊκτήρ, Aesch. Suppl. 779.
Greek (Liddell-Scott)
δαΐκτωρ: -ορος, ὁ, = δαϊκτὴρ 2, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 798.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ορος
desgarrador, asesino πρὶν δαΐκτορος ... γάμου κυρῆσαι A.Supp.798.