δεκατημόριον
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
τό, (μέρος)
A tenth part, Pl.Lg.924a.
German (Pape)
[Seite 543] τό, der zehnte Theil, Plat. Legg. XI, 924 a.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατημόριον: τό, (μέρος) τὸ δέκατον μέρος, Πλάτ. Νόμ. 924Α.
Spanish (DGE)
-ου, τό
décima parte τὸ τῆς ἐπικτήτου δ. la décima parte de los bienes gananciales Pl.Lg.924a, αἱ δὲ τρεῖς ἡμέραι δ. τοῦ μηνός Hp.Oct.4, δ. τοῦ <τοῦ> ἀγκῶνος μήκους Ph.Bel.54.1, τῶν τετραπόδων ἁπάντων Men.Prot.12.2.7, (τῆς ὥρας) Them.in Ph.131.24, Simp.in Ph.672.7.