διαδέρκομαι
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
aor. -έδρᾰκον,
A see one thing through another, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through [the cloud], Il.14.344. 2 look about, πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι Theoc.25.233. II see over, νῆσον Cypr.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέρκομαι: ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., βλέπω τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. διαβλέπω, διακρίνω, νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
French (Bailly abrégé)
ao. opt. 3ᵉ sg. διαδράκοι;
voir à travers, acc..
Étymologie: διά, δέρκομαι.
English (Autenrieth)
aor. opt. διαδράκοι: look through at, Il. 14.344†.
Spanish (DGE)
1 ver a través de οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ ni Helios nos podría ver a través (de la nube) Il.14.344, cf. Gr.Naz.M.37.1560A.
2 escudriñar πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι σκεπτόμενος Theoc.25.233
•abarcar con la vista νῆσον ἅπασαν de Linceo Cypr.15.3.