διαγώγιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A transit-duty, toll, Plb.4.52.5.
German (Pape)
[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.