διορθωτήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., IG9(1).694.138 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς IPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαι IG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.