δίσκηπτρος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ον,
A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).
German (Pape)
[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.
Greek (Liddell-Scott)
δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.
Spanish (DGE)
-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.