διχοστατέω
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
(στῆναι)
A stand apart, disagree, ὄξος τ' ἄλειφά τ' . . διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις A.Ag. 323; δ. λάχη Id.Eu.386 (lyr.); λόγος S.Fr.867; δ. πρός τινα E.Med. 15, Pl.R.465b. II feel doubts, Alex.Aphr.Pr.Praef.
German (Pape)
[Seite 647] auseinander treten, sich veruneinigen, Aesch. Ag. 314; πρός τινα, Eur. Med. 15; λόγος Soph. frg. 746; Plat. Rep. V 465 b. Auch = mit sich selbst uneins, unentschlossen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοστᾰτέω: (στῆναι) ἵσταμαι χωρίς, διαφωνῶ, διχοστατῶν λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. πρός τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. τρέφω ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être séparé de, gén. ; fig. être en dissentiment, en désaccord : πρός τινα avec qqn.
Étymologie: δίχα, ἵστημι.
Spanish (DGE)
(δῐχοστᾰτέω) 1 estar en desacuerdo, ser discordante, disentir ὄξος τ' ἀλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ κύτει διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις si viertes vinagre y aceite en una misma vasija deberías llamarlos enemigos en discordia A.A.323, διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσσον τεκταίνεται S.Fr.867, ἢν διχοστατῇ πόλις E.Fr.173, cf. Str.5.4.7, γῆ ... μὴ διχοστατοῦσα una tierra sin disensiones 1Ep.Clem.20.4, c. gen. λάχη θεῶν διχοστατοῦντ' A.Eu.386, c. πρός y ac. ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ E.Med.15, πρὸς τούτους ἢ πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b, ἀδελφοὶ πρὸς ἀλλήλους Str.14.5.2, cf. D.C.17.3.
2 vacilar, dudar c. or. complet. ὅσοι δὲ διχοστατοῦσιν, εἰ ... Alex.Aphr.Pr.1 praef.
•abs. tener dudas Herm.Sim.8.7.2.