ἐγκατοικέω
English (LSJ)
A dwell in, Hdt.4.204; δόμοις E.Fr.188; dwell among, αὐτοῖς 2 Ep.Pet.2.8.
German (Pape)
[Seite 706] darin wohnen, τινί, Eur. frg. u. Sp.; σύνεσις ἐγκατοικοῦσα ψυχαῖς Pol. 18, 26, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικέω: κατοικῶ ἐντὸς, Ἡρόδ. 4. 204· δόμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 188.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter dans ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικέω.
Spanish (DGE)
1 en aor. asentarse, establecerse ἔδωκε τῆς Βακτρίης χώρης κώμην ἐγκατοικῆσαι Hdt.4.204, c. εἰς y ac. φυγόντος δὲ καὶ ἐς ... Ταρκυινίαν ἐγκατοικήσαντος D.C.Epit.7.8.1, c. dat. τῇ Ῥώμῃ ἐγκατοικῆσαι D.C.Epit.7.8.2.
2 en pres. y fut. habitar, ocupar, vivir en c. dat. loc. κενοῖσιν ἐγκατοικήσεις δόμοις E.Fr.188.6, νήσοις μακάρων Lyc.1204, αὐτοῖς τὴν Αὔαριν δοὺς ἐγκατοικεῖν I.Ap.1.296, cf. AI 17.25, οὐδὲ ἐγκατοικεῖ δι' ἑαυτοῦ τῇ κτίσει Θεός Dios por sí mismo no habita en sus criaturas Didym.Eun.M.29.744A
•c. ἐν y dat. de pers. vivir o habitar entre ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8
•fig., de entidades abstr. habitar, hallarse, residir πίστις καὶ ἀγάπη ἐγκατοικεῖ ἐν ὑμῖν la fe y el amor habitan en vosotros, Ep.Barn.1.4, c. adv. de lugar ἔνθ' ... ἐγκατοικεῖ δὲ πρᾳότης Them.Or.4.51d.