ἐγχειρητικός
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ή, όν,
A enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. -κῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.
German (Pape)
[Seite 713] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. -ῶς de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.