ἔνδυσις

From LSJ
Revision as of 12:29, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδῠσις Medium diacritics: ἔνδυσις Low diacritics: ένδυσις Capitals: ΕΝΔΥΣΙΣ
Transliteration A: éndysis Transliteration B: endysis Transliteration C: endysis Beta Code: e)/ndusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνδύω)

   A entry, coined by Pl.Cra.419c; [σελήνη] ἐν Κρόνου ἐνδύσει Alex.Trall.12.    2 = κατάδυσις, Hsch.    II putting on, ἱματίων 1 Ep.Pet.3.3; dressing, dress, LXX Es.5.1, Aristeas 96, Agatharch.57.

German (Pape)

[Seite 836] ἡ, 1) das Hineingehen, der Eingang, τῆς λύπης Plat. Crat. 419 c. – 2) der Anzug, καὶ στρωμνή Ath. XII, 550 d; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδῠσις: -εως, ἡ, (ἐνδύω) εἴσδυσις, ὀδύνη δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Οκάτ. Κρατύλ. 419C. II. τὸ ἐνδύεσθαι, ἢ ἐνδύσεως ἰματίων Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, γ΄, 3· ἐνδυμασία, ἔνδυμα, ἱματισμός, τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν καὶ τὴν στρωμνὴν τῶν νέων Ἀθήν. 550D, Δίων Κ. 78. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 5), Ἀκύλ. Ψαλμ. ΛΔ΄, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’entrer dans, de pénétrer dans, gén.;
2 action de se vêtir, de se couvrir.
Étymologie: ἐνδύνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I abstr.
1 entrada, penetración «ὀδύνη» δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Pl.Cra.419c.
2 astr. ocaso, puesta de un astro Κρόνου Alex.Trall.2.579.32, cf. Hsch.
3 acción de ponerse un vestido, c. gen. ἐ. ἱματίων 1Ep.Petr.3.3
acción de vestir o proporcionar vestimenta a alguien, c. gen. ἔ. ὀρφανῶν καὶ χηρῶν T.Iob 9.3
hecho de ir vestido op. γυμνότης Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.24).
II concr. vestido κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν LXX Es.5.1a, cf. Ib.41.5, Aristeas 96, ἐνδύσει ... τοῖς αὐτῶν χρώμενοι δέρμασι Agatharch.57, ἔ. ... ὑφασμένη σὺν χρυσῷ T.Iob 25.7, cf. Aq.Ps.34.13, ἔνδυσιν ... κατακόπτων καὶ συρράπτων D.C.78.3.3, σχῆμα τῆς ἐνδύσεως Porph.Fr.350.33
vestimenta, indumentaria καθεώρων ... τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν ... τῶν νέων Ath.550d.