ἐνυπόκριτος

From LSJ
Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυπόκρῐτος Medium diacritics: ἐνυπόκριτος Low diacritics: ενυπόκριτος Capitals: ΕΝΥΠΟΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: enypókritos Transliteration B: enypokritos Transliteration C: enypokritos Beta Code: e)nupo/kritos

English (LSJ)

ὑποστιγμή a stop

   A put after the protasis, Sch.D.T.p.24 H.; cf. ἀνυπόκριτος.

German (Pape)

[Seite 860] ὑποστιγμή, Komma am Ende dez Vordersatzes, Schol. Dion. Ihr. p. 758, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπόκρῐτος: ὑποστιγμή, κόμμα τιθέμενον μετὰ τὴν πρότασιν, ὅταν εὐθὺς ἐπιφέρηται ἡ ἀνταπόδοσις, ὡς π.χ.: ὡς δ’ ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδών... ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς, ὡς αὖτις καθ’ ὅμιλον κτλ. (Ἰλ. Γ. 35). Ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ τὸ κόμμα τὸ τεθὲν μετὰ τὴν λέξιν παρειὰς ὠνομάζετο ἐνυπόκριτος ὑποστιγμή, ἐνῷ τὸ κόμμα τὸ τιθέμενον ὅπως χωρίσῃ παρεντιθεμένην περίοδον μεταξὺ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως ὠνομάζετο ἀνυπόκριτος ὑποστιγμή. Ἴδε Α. Β. 758, 16 καὶ 765, 9.

Spanish (DGE)

-ον
que da tensión dramática ref. las pausas en la lectura y de ahí gram. ἡ ὑποστιγμὴ ἐ., ἡ ἐ. στιγμή subpuntuación en respuesta, puntuación en respuesta op. ἀνυπόκριτος Nicanor p.3.31, Sch.D.T.24.17, 27.12, 64.24.