ἐξαναστέφω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.
German (Pape)
[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.
French (Bailly abrégé)
couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.
Spanish (DGE)
coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.