irregular
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἄτακτος. Lawless: P. and V. παράνομος. Not correct: P. and V. οὐκ ὀρθός. Faulty: P. and V. πλημμελής. Uneven (of ground): P. ἀνώμαλος. Irregular troops: P. and V. πελτασταί, οἱ (Eur., Rhes.), γυμνῆτες, οἱ (Xen.), ψιλοί, οἱ.
Spanish > Greek
ἐμπαθής, ἀνώμαλος, ἄτακτος, ἔκθεσμος, ἀκατάστατος, ἄλογος, δύσκλιτος, ἔκρυθμος, ἀνωμαλής, ἀκανόνιστος, ἀσταθής, ἀνακόλουθος, ἀνυπότακτος, ἀσύστατος, ἀΐδρυτος