Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
subs.
P. and V. παῖς, ὁ, Ar. and V. κόρος, ὁ (rare P.), τέκνον, τό (rare P.), τέκος, τό, γόνος, ὁ, V. γονή, ἡ, σπέρμα, τό, σπορά, ἡ, τόκος, ὁ; see child.
ἀπήχησις, γήρυμα, ἐνοπή, γῆρυς