οἰκονομία
English (LSJ)
ἡ,
A management of a household or family, husbandry, thrift, Pl.Ap.36b, R.498a, X.Oec.1.1, Arist.EN1141b32, Pol.1253b2 sqq. : pl., Pl.R.407b ; households, Arist.GA744b18. 2 generally, direction, regulation, Epicur.Ep.1p.29U. ; esp. of a State, administration, αἱ κατὰ τὴν πόλιν οἰ. Din.1.97 ; principles of government, Chrysipp.Stoic.2.338 ; τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, al. ; πολιτικὴ οἰ. Phld.Rh. 2.32 S. ; ἡ τῆς ἀρχῆς οἰ. Hdn.6.1.1 ; of a fund, SIG577.9 (Milet., iii/ii B.C.). 3 arrangement, ἡ περὶ τὸν νοσέοντα οἰ. Hp.Epid.6.2.24 ; ἡ περὶ τῶν ὠνίων οἰ. market, fair, SIG695.35 (Magn. Mae.) ; οἰκονομίαι proceedings, IG9(1).226 (Drymaea) ; τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.) ; αὕτη φύσεως οἰ. Plb.6.9.10 ; of a literary work, arrangement, ἡ κατὰ μέρος οἰ. D.S.5.1, cf. D.H.Pomp.4, Comp.25, Sch.Od.1.328 : pl., Plu.2.142a. 4 in Egypt, office of οἰκονόμος, PTeb.24.62 (ii B.C.), al. 5 stewardship, LXX Is.22.19, Ev.Luc.16.2. 6 plan, dispensation, Ep.Eph.1.10, 3.2. 7 in bad sense, scheming, M.Ant. 4.51. II public revenue of a state, BMus.Inscr.897.14, al. (Halic., iii B.C.). III transaction, contract, or legal instrument, CPR4.1 (i A. D.), BGU457.10 (ii A. D.), etc. IV magical operation or process, PMag.Par.1.161,292,2009.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκονομία: ἡ, διοίκησις ἢ ἐπιστασία οἴκου, οἰκονομία, φειδώ, Πλάτ. Ἀπολογ. 36Β, Πολ. 498Α, Ξεν. Οἰκ. 1. 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 8, 3, Πολιτικ. 1. 3-13· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 407Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 2. 6, 42. 2) ἐπὶ πόλεως, διοίκησις, κυβέρνησις, οἰκ. αἱ κατὰ τὴν πόλιν Δείναρχ. 102. 29, συχνάκις παρὰ Πολυβ. 3) ἐπὶ ποιήματος, διευθέτησις τῆς ὕλης, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 328· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 142Α. ΙΙ. τὸ δημόσιον εἰσόδημα πόλεως, τὰ ἔσοδα, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. 3. 13 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 direction d’une maison, administration des affaires d’une maison;
2 p. ext. organisation, ordonnance, distribution.
Étymologie: οἰκονόμος.