κόμμι
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
τό,
A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).
German (Pape)
[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.