ψαλμός
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
English (LSJ)
ὁ,
A twitching or twanging with the fingers, ψαλμοὶ τόξων E.Ion173 (lyr.); τοξήρει ψαλμῷ [τοξεύσας] Id.HF1064 (lyr.). II mostly of musical strings, πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Telest.5, cf. Diog.Trag.1.9, Aret.CA1.1. 2 the sound of the cithara or harp, Pi.Fr.125, cf. Phryn.Trag.11; ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57.7 (anap.); there were contests in τὸ ψάλλειν, Michel898.10(Chios, ii B. C.), 913.6(Teos, ii B. C.). 3 later, song sung to the harp, psalm, LXX 2 Ki.23.1, al., Ep.Eph.5.19; βίβλος ψαλμῶν Ev.Luc.20.42.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, das Berühren, Betasten, bes. das Rupfen, Zupfen, Schnellen mit den Fingern, bes. – a) das Schnellen der Bogensehne, Abschießen des Bogens, τόξων Eur. Ion 174; τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Herc. fur. 1064. – Gew. b) das Schwingenlassen der Saite, das Saitenspiel mit den Fingern, seltener mit dem Plektrum (vgl. ψάλλειν); πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Telestes bei Ath. XIV, 626 a; vgl. Diogen. trag. ib. 636 b. – Daher auch das auf einem Saiteninstrumente gespielte Tonstück, ἀντίφθογγος Pind. frg. 91. – Dann das zum Saitenspiel gesungene Lied, Aesch. frg. 51; bes. Loblied, Psalm, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμός: ὁ, τὸ ἐγγίζειν ἰσχυρῶς, ἀνασπᾶν ἢ ἐκτείνειν διὰ τῶν δακτύλων, ψαλμοὶ τόξων Εὐρ. Ἴων 173· τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1064. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Τελέστ. 6, πρβλ. Διογέν. τὸν Τραγικὸν παρ’ Ἀθην. 636Β. 2) ὁ ἦχος ψαλτηρίου ἢ κιθάρας, Πινδ. Ἀποσπ. 91. 3, πρβλ. Φρύνιχ. Τραγικ. ἐν Φοινίσσαις παρ’ Ἀθην. 635C· ψαλμὸς δ’ άλαλάζει Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 55· ὑπῆρχον ἀγῶνες εἰς τὸ ψάλλειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2214. 10., 3088h. 5. 3) παρὰ μεταγεν., ᾆσμα ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, ᾠδή, ὕμνος, ψαλμός, Ἑβδ., Καιν. Διαθ. πρβλ. Suicer. ἐν λ. ― Οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει βίβλῳ ψαλμῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄ , 42.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de faire vibrer les cordes d’un instrument, action de toucher d’un instrument à cordes;
2 p. ext. instrument à cordes, lyre.
Étymologie: ψάλλω.
English (Slater)
ψαλμός
1 plucking ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.