συλλογίζομαι

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογίζομαι Medium diacritics: συλλογίζομαι Low diacritics: συλλογίζομαι Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: syllogízomai Transliteration B: syllogizomai Transliteration C: syllogizomai Beta Code: sullogi/zomai

English (LSJ)

Med., aor.

   A -ελογισάμην Pl.R.618d, al.; rarely -ελογίσθην ib.531d: pf. -λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up, τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148; ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22; τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg.799a; ταῦτα πάντα σ. Id.Chrm.160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς σ. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47; ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph.1042a3; μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po.1448b16; τὰς χρείας Plb.1.44.1; τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60; σ. ὅτι . . Pl.Lg.670c.    II conclude from premisses, infer, τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg.479c, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib.498e; σ. περί τινος, ὅτι . . Id.R.516b; σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς . . διαστελλομένης Gal.15.694; σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις . . Pl. R.365a; σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf., -σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57 (i B.C.); τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7; τὸ . . αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108.    2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ . . ἄκρον τῷ μέσῳ σ. ib.68b16; τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.    3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως . .he had planned not to... Plb.14.4.4.

French (Bailly abrégé)

f. συλλογίσομαι, ao. συνελογισάμην, rar. συνελογίσθην, pf. συλλελόγισμαι;
assembler par la pensée, d’où
1 faire le compte de, acc.;
2 se rendre compte de, acc.;
3 faire un raisonnement, particul. conclure de prémisses, acc. ; Pass. être déduit selon un raisonnement régulier;
4 calculer, supposer, conjecturer : τι ἔκ τινος une ch. d’après une autre.
Étymologie: σύν, λογίζομαι.

English (Strong)

from σύν and λογίζομαι; to reckon together (with oneself), i.e. deliberate: reason with.