ἀλληλούϊα

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλούϊα: τὸ Ἑβρ.: χαλλελούγια = αἰνεῖτε τὸν Ἰαώ, Ἑβδ. Τωβὶτ ιγϳ, 18, Ψαλμ. ρδϳ (ἐν. κεφαλίδι) καὶ ἀλλ., Ἀποκάλ. ιθϳ, 1 κἑξ., Τερτ. 1194Α, Ἱερών. Ι, 430 (132). ― Μετὰ τοῦ ἄρθρου τὸ ἀλληλούϊα, Ἑβδ. Μακκ. Γϳ, ζϳ, 13, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β. «Ἑκάστου ἔτους ἅπαξ ἐν Ρώμῃ τὸ ἀλληλούϊα ψάλλουσι κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς πασχαλίου ἑορτῆς», Σωζ. 1476Β. ― Ὁ Θεοδοτίων ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «αἰνεῖτε τὸ Ὄν», ὁ δὲ Ἡσύχ.: «αἶνος τῷ ὄντι Θεῷ, αἰνεῖτε τὸν Κύριον», Ἰουστῖνος δὲ ὁ μάρτ.: «Ὑμνήσατε μετὰ μέλους τὸ Ὄν», κτλ. Ὁ Πτωχοπρόδρομος (2. 335) καθαπτόμενος τῶν τρυφηλῶν ἡγουμένων τῶν χρόνων του λέγει: «Ἐκεῖνοι Θεὸς καὶ Κύριος ψάλλουσι καθημέραν, ἡμᾶς δὲ λέγουν σήμερον ψάλλετε ἀλληλούϊα», διότι κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρ. ἀντὶ τοῦ Θεὸς Κύριος... ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα, δηλ. ὑμεῖς οἱ πτωχοὶ μοναχοὶ πρέπει πάντοτε νὰ νηστεύητε.»

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀλληλουϊά; ἁλληλουια PMag.7.271
aleluya fórmula ritual judía hebr. ha-lělû-yah ‘alabad a Yahveh’, LXX Ps.104, 105 (tít.), LXX Ps.115.1, cf. POxy.1928.15 (VI a.C.), LXX To.13.18, 3Ma.7.13, en el culto crist. y gnóstico Apoc.19.1, 3, 6, Apoc.Paul.29 (p.56), ἁλληλουια, ἀμήν PMag.7.271, cf. PBerol.inv.6096 en PIand.1.p.29, PRyl.1.9.11 (VI a.C.), τί ἑρμηνεύεται τὸ ἀ.; Apoc.Paul.30 (p.56), cf. Hsch., Zonar.

English (Thayer)

(WH. Ἁλλ. and (ά; see Introductory § 408), Hebrew הַלְלוּ־יָהּ, praise ye the Lord, Hallelujah: Sept. Psalm , passim; 3 Maccabees 7:13.)