ἀλληλούϊα

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

English (Thayer)

(WH. Ἁλλ. and (ά; see Introductory § 408), Hebrew הַלְלוּ־יָהּ, praise ye the Lord, hallelujah: Sept. Psalm , passim; 3 Maccabees 7:13.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀλληλουϊά; ἁλληλουια PMag.7.271
aleluya fórmula ritual judía hebr. ha-lělû-yahalabad a Yahveh’, LXX Ps.104, 105 (tít.), LXX Ps.115.1, cf. POxy.1928.15 (VI a.C.), LXX To.13.18, 3Ma.7.13, en el culto crist. y gnóstico Apoc.19.1, 3, 6, Apoc.Paul.29 (p.56), ἁλληλουια, ἀμήν PMag.7.271, cf. PBerol.inv.6096 en PIand.1.p.29, PRyl.1.9.11 (VI a.C.), τί ἑρμηνεύεται τὸ ἀ.; Apoc.Paul.30 (p.56), cf. Hsch., Zonar.

French (New Testament)

interj.
alléluia
«Louez l'Éternel

English (Strong)

of Hebrew origin (imperative of הָלַל and יָהּ); praise ye Jah!, an adoring exclamation: alleluiah.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλούϊα: τὸ Ἑβρ.: χαλλελούγια = αἰνεῖτε τὸν Ἰαώ, Ἑβδ. Τωβὶτ ιγϳ, 18, Ψαλμ. ρδϳ (ἐν. κεφαλίδι) καὶ ἀλλ., Ἀποκάλ. ιθϳ, 1 κἑξ., Τερτ. 1194Α, Ἱερών. Ι, 430 (132). ― Μετὰ τοῦ ἄρθρου τὸ ἀλληλούϊα, Ἑβδ. Μακκ. Γϳ, ζϳ, 13, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β. «Ἑκάστου ἔτους ἅπαξ ἐν Ρώμῃ τὸ ἀλληλούϊα ψάλλουσι κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς πασχαλίου ἑορτῆς», Σωζ. 1476Β. ― Ὁ Θεοδοτίων ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «αἰνεῖτε τὸ Ὄν», ὁ δὲ Ἡσύχ.: «αἶνος τῷ ὄντι Θεῷ, αἰνεῖτε τὸν Κύριον», Ἰουστῖνος δὲ ὁ μάρτ.: «Ὑμνήσατε μετὰ μέλους τὸ Ὄν», κτλ. Ὁ Πτωχοπρόδρομος (2. 335) καθαπτόμενος τῶν τρυφηλῶν ἡγουμένων τῶν χρόνων του λέγει: «Ἐκεῖνοι Θεὸς καὶ Κύριος ψάλλουσι καθημέραν, ἡμᾶς δὲ λέγουν σήμερον ψάλλετε ἀλληλούϊα», διότι κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρ. ἀντὶ τοῦ Θεὸς Κύριος... ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα, δηλ. ὑμεῖς οἱ πτωχοὶ μοναχοὶ πρέπει πάντοτε νὰ νηστεύητε.»

Greek Monolingual

ἀλληλούια)
επιφώνημα από αρχική εβραϊκή φράση, που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — συνήθως χρησιμοποιείται ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών
νεοελλ.
(ιδιωματική φράση) «κοντός ψαλμός αλληλούια», σύντομα, δίχως περιφράσεις
λέγεται για συζήτηση ή υπόθεση που πρέπει γρήγορα να τελειώνει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εβρ. hallelujah «αινείτε τον Jah (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλουίζω.

Translations

hallelujah

Aghwan: 𐔰𐔾𐔶𐔾𐕒𐕡𐔺𐔰; Amharic: ሃሌሉያ; Arabic: هَلِّلُويَا, هَلُولِيَا, الْحَمْدُ لِلّٰهِ; Aramaic Syriac: ܗܲܠܹܠܘܼܝܵܐ; Armenian: ալելուիա; Belarusian: алілуя; Bulgarian: алелуя, алилуя; Catalan: al·leluia; Chinese Cantonese: 哈利路亞, 哈利路亚; Hakka: 哈利路亞, 哈利路亚; Hokkien: ha-lé-lú-iah; Mandarin: 哈利路亞, 哈利路亚, 阿利路亞, 阿利路亚, 阿肋路亞, 阿肋路亚; Czech: aleluja, halejuja; Danish: halleluja; Dutch: hallelujah, alleluja, halleluja; Esperanto: haleluja; Estonian: halleluuja; Finnish: halleluja; French: alléluia; Georgian: ალილუია; German: halleluja; Greek: αλληλούια; Ancient Greek: ἀλληλουϊά, ἁλληλουια, ἁλληλουϊά, ἀλληλούϊα, ἀλληλούια; Hebrew: הַלְּלוּיָהּ; Hindi: हलिलुय; Hungarian: alleluja; Icelandic: hallelúja; Indonesian: haleluya; Interlingua: alleluia; Irish: aililiú; Italian: alleluia; Japanese: ハレルヤ; Kannada: ಹಲ್ಲೆಲೂಯಾ; Khmer: ហាលេលូយ៉ា; Korean: 할렐루야; Latin: alleluia; Lingala: aleluya; Lisu: ꓧ-ꓡꓲ-ꓡꓴ-ꓬ; Lithuanian: aleliùja; Lombard: alleluia; Macedonian: алелу̀ја; Malay: hallelujah, halleluyah, alleluia; Malayalam: ഹല്ലേലൂയ; Maori: hareruia; Nias: haleluya; Norwegian: halleluja; Nynorsk: halleluja; Persian: هله‌لویا; Polish: alleluja, hosanna; Portuguese: aleluia; Romanian: aliluia, aleluia; Russian: аллилуйя, слава богу, ура; Sardinian: alleluia, allelujah, halleluyah; Serbo-Croatian Cyrillic: алелуја; Roman: aleluja; Slovak: aleluja, halejuja; Slovene: aleluja; Spanish: aleluya; Swedish: halleluja; Tagalog: aleluya; Tamil: அல்லேலூயா; Telugu: హల్లెలూయా; Thai: อัลเลลูยา, อาเลลูยา, ฮาเลลูยา; Turkish: haleluya, alleluya, aleluya, elhamdülillah; Ukrainian: алілуя, алилуя; Urdu: ہللی; Vietnamese: hallelujah; Yami: haliloya; Yoruba: alelúyà