ὀλολύζω

Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

Od.22.411, etc. : fut.

   A -ύξομαι E.El.691, later -ύξω LXX Is.16.7, Am.8.3 : aor. ὠλόλυξα, Ep. . (v. infr.) :—cry with a loud voice, in Hom. esp. of women crying aloud to the gods in prayer or thanksgiving, ὣς εἰποῦσ' ὀλόλυξε· θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς Od.4.767, cf. h.Ap.445 ; αἱ δ' ὀλόλυξαν, at a sacrifice, Od.3.450 ; of a cry of exultation, ἴθυσέν ῥ' ὀλολύξαι 22.408, cf. 411 ; also of the cries of goddesses, h.Ap.119 ; so later, mostly of women crying to the gods, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς A.Eu.1043 (lyr.) ; ὠλόλυξεν ἐν μέσαις σταθεῖσα Βάκχαις E.Ba.689 ; mostly in sign of joy (cf. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα Id.El.691, cf. Ar.Eq.1327, Theoc. 17.64 ; μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν, ἀλλ' ὀ. Ar.Pax97 ; ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ' ὀλολύξαι σεμνυνόμενος D.18.259 ; ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5 ; of nymphs crying aloud to Hecate, A.R.3.1218.

German (Pape)

[Seite 325] (λύζω), fut. ὀλολύξω, mit lauter Stimme schreien; eigtl. von der ὀλολυγών, Eust. 1399, 49; bes. zu den Göttern schreien, sowohl um sie anzuflehen, als ihnen zu danken, αἱ δ' ὀλόλυξαν θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη παράκοιτις, Od. 3, 450. 4, 767. 22, 408. 411 H. h. Apoll. 445, immer von Frauen gesagt, wie auch H. h. Apoll. 119 von schreienden Göttinnen; ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς, Aesch. Eum. 995, jauchzet auf, vor Freude; Eur. Bacch. 688; auch im med., ὀλολύξεται πᾶν δῶμα, El. 691; Ar. Pax. 97; bei Dem. 28, 259 est bes. der laute Ton des Schreiens damit bezeichnet, μὴ γὰρ οἴεσθ' αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δὲ οὐχ ὑπέρλαμπρον; in späterer Prosa, Luc. D. D. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολύζω: Ἀριστοφ. Εἰρ. 97, Δημ.· μέλλ. -ύξομαι Εὐρ. Ἠλ. 691, -ύξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ὠλόλυξα, Ἐπικ. ὀλ-, ἴδε κατωτ.· ― πρβλ. ἀν-, ἐπολολύζω. Ἐκπέμπω λιγυρὰν φωνήν, κράζω μεγαλοφώνως, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν ἐπικαλουμένων τοὺς θεοὺς ἐν δεήσεσιν ἢ εὐχαριστίαις, ὡς εἰποῦσ’ ὀλόλυξε· θεὰ δὲ οἰ. ἔκλυεν ἀρῆς Ὀδ. Δ. 767· αἱ δ’ ὀλολύξαν, ἐν θυσίᾳ, Γ. 450· ἴθυσέν ῥ, ὀλολύξαι Χ. 408, ἔνθα σημαίνει κραυγὴν χαρᾶς, πρβλ. 411, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 445· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν θεαινῶν, ὁ αὐτ. 119· ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν εὐχομένων πρὸς τοὺς θεοὺς, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1043· ὠλόλυξεν ἐν μέσαις, σταθεῖσα Βάκχαις Εὐρ. Βάκχ. 689 καὶ τὸ πλεῖστον εἰς σημεῖον χαρᾶς (πρβλ. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 691, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1327, Θεόκρ. 17. 64· μὴ φλαῦρόν τι γρύζειν, ἀλλ’ ὀλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 97· ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ’ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος Δημ. 313. 20· ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Ἠλιόδ. 3. 5· ― σπανίως ἐπὶ λύπης, ὡς τὸ Λατ. ululare, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1218. (Πρβλ. ὀλολῡγή, ὀλολυγμός, -μα, ὀλολυγών· Σανσκρ. ulul-is (ululatus), ulûk-as (γλαῦξ, Ἀγγλ. owl), Λατ. ulul-o, ulul-atus, ulul-a (ὀλολύζω, Ἀγγλ. howl).) ― Σημ. Καὶ νῦν ἔτι ἐν Παλαιστίνῃ καὶ Αἰγύπτῳ αἱ γυναῖκες καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν πένθει ὀλολύζουσιν ἐκπέμπουσαι διὰ τοῦ λάρυγγος ὀξεῖς ὀλολυγμοὺς.

French (Bailly abrégé)

f. ὀλολύξομαι, réc. ὀλολύξω, ao. ὠλόλυξα, épq. ὀλόλυξα, pf. inus.
1 pousser des cris aigus et prolongés;
2 pousser des cris de joie ou de douleur.
Étymologie: ὀλυγ-, avec redoubl. ; cf. lat. ulalo, mot formé par onomatopée.

English (Autenrieth)

aor. ὀλόλυξα: cry out aloud, only of women, either with jubilant voice or in lamentation, Od. 22.408, , Od. 4.767.

English (Strong)

a reduplicated primary verb; to "howl" or "halloo", i.e. shriek: howl.

English (Thayer)

an onomatopoetic verb (cf. the similar ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German term.-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to howl, wail, lament: Homer down of a loud cry, whether of joy or of grief; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. κλαίω, at the end.)