ἀπαίδευτος

Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ον,

   A uneducated, παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc.493, cf. Pl.Tht.175d; πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in .., X.Cyr.3.3.55.    2 boorish, rude, Pl.Grg.510b, etc.; ῥῆμα ἀ. Id.Phdr.269b; ἀ. βίος Alex.284; πνεῦμα Philem.213.11; ἀ. μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70; ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23: Comp., Nicoch.3.    II Adv. -τως Pl.R. 559d; ἀ. ἔχειν E.Ion247, Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36; φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.

German (Pape)

[Seite 275] ununterrichtet, ungebildet, καὶ ἄγροικος Plat. Theaet. 174 d; = ἀμαθής, Dem. Lpt. 119 u. Sp. – Adv. ἀπαιδεύτως, z. B. ἔχειν Eur. Ion. 247; Soph. frg. 779; τεθραμμένος Plat. Rep. VIII, 559 d. – Compar., Nicochar. bei Schol. Ar. Plut. 179.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίδευτος: -ον, ὁ μὴ παιδευθείς, παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον Εὐρ. Κύκλ. 492, Πλάτ. κλ.: πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 989: - μ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ παιδευθείς, ὁ μὴ ἀσκηθεὶς εἴς τι, τοὺς δὲ ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55. 2) ἀμαθής, ἄγροικος, σκαιός, Εὐρ. Κύκλ. 493, Πλάτ. Γοργ. 510Β, Φαῖδρ. 269Β· ἀπαίδ. βίος Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· ἀπαίδ. μαρτυρία, χονδροειδεστάτη, Αἰσχίν. 7. 12. ΙΙ. Ἐπιρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 559D· ἀπαιδεύτως ἔχειν Εὐρ. Ἴων. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans instruction ou sans éducation : ἀπαίδευτος τινος XÉN ignorant en qch;
2 grossier, stupide.
Étymologie: ἀ, παιδεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1mal educado, salvaje, grosero de pers., E.Cyc.493, Pl.Tht.175d, Arist.Rh.1395b27, Ph.1.224, LXX Is.26.11, PMasp.353A.23 (VI d.C.)
de cosas basto, grosero ῥῆμα Pl.Phdr.269b, βίος Alex.284
grosero, torpe μαρτυρία Aeschin.1.45
indocto ζητήσεις 2Ep.Ti.223.
2 no dominado ὁργή Trag.Adesp.523, I.AI 19.175.
3 no instruido, desconocedor c. gen. ἀρετῆς X.Cyr.3.3.55, ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς Plu.2.782e, τὸν ἀμαθῆ καὶ λίαν ἀπαίδευτον Ph.1.218, Ἀφροδίτης Aristaenet.1.4.13.
II adv. -ως sin educación ἔχειν E.Io 247, Alex.267.4, Philostr.VA 6.36, νέος, τεθραμμένος ... ἀ. Pl.R.559d, διδάσκειν Phld.Rh.1.227.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παιδεύω; uninstructed, i.e. (figuratively) stupid: unlearned.

English (Thayer)

ἀπαίδευτον (παιδεύω), without instruction and discipline, uneducated, ignorant, rude (Winer's Grammar, 96 (92)): ζητήσεις, stupid questions, Euripides) Xenophon down; the Sept.; Josephus.)