χρονιάζω

From LSJ
Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

Ν
(αμτβ.)
1. συμπληρώνω ένα έτος («χρόνιασε η γιαγιά» — συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο της γιαγιάς)
2. γίνομαι ενός έτους («χρόνιασε το μωρό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνια, ετερκλ. πληθ. του χρόνος].