Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Ν
(αμτβ.)
1. συμπληρώνω ένα έτος («χρόνιασε η γιαγιά» — συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο της γιαγιάς)
2. γίνομαι ενός έτους («χρόνιασε το μωρό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνια, ετερκλ. πληθ. του χρόνος].