ωσμόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

και ωσμώμετρο και εσφ. τ. οσμόμετρο, το, Ν
χημ. διάταξη για τη μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης ανάμεσα σε ένα διάλυμα και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών του διαλύματος (α. «δυναμικό ωσμόμετρο» β. «στατικό ωσμόμετρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμ-ός / ώσμωση + -μέτρο. Ο τ. οσμόμετρο είναι εσφαλμένος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. osmometre].