ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
το / χρυσόξυλον, ΝΑ
νεοελλ.
κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρους
αρχ.
το φυτό θάψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξύλον (πρβλ. ἐριό-ξυλον)].