χρυσόξυλο

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το / χρυσόξυλον, ΝΑ
νεοελλ.
κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρους
αρχ.
το φυτό θάψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξύλον (πρβλ. ἐριό-ξυλον)].