χρυσόλογχος

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσόλογχος Medium diacritics: χρυσόλογχος Low diacritics: χρυσόλογχος Capitals: ΧΡΥΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: chrysólonchos Transliteration B: chrysolonchos Transliteration C: chrysologchos Beta Code: xruso/logxos

English (LSJ)

ον,

   A with spear of gold, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance d’or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύ-λογχος].