μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.
ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.