ψιαίνω

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

German (Pape)

[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.