ωοδόχη

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ].