τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
και χυλοπίτα, η, Ν
1. στον πληθ. οι χυλόπιτες
ζυμαρικά σε λεπτά φύλλα ζύμης, κομμένα σε μικρά τετράγωνα ή ρομβοειδή κομμάτια
2. φρ. «έφαγε τη χυλόπιτα»
μτφ. είχε ερωτική αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + πίτα].