χυλόπιτα

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

και χυλοπίτα, η, Ν
1. στον πληθ. οι χυλόπιτες
ζυμαρικά σε λεπτά φύλλα ζύμης, κομμένα σε μικρά τετράγωνα ή ρομβοειδή κομμάτια
2. φρ. «έφαγε τη χυλόπιτα»
μτφ. είχε ερωτική αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + πίτα].