χυτρίνος

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών
αρχ.
1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους
2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ-ῖνος)].