χωρατεύω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
Ν
1. λέω χωρατά, είμαι χωρατατζής
2. (κυριολ. και μτφ.) αστειεύομαι
3. φρ. α) «ο καιρός σήμερα δεν χωρατεύει»
μτφ. ο καιρός είναι πολύ άσχημος
β) «δεν χωρατεύει το κρύο» — επικρατεί δριμύ κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί μέσω αρχικού τ. χωραϊτεύω (< χωραΐτης < χώρα). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. λ. αστείος (< άστυ)].