αιγυπιός

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

αἰγυπιός, ο (Α)
μεγάλο αρπακτικό πτηνό, όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. r°ji-pya-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. śyena «αετός, γεράκι», αβεστ. arəzi-fya- «αετός», πρβλ. Ησύχ. «ἄρξιφος
ἀετὸς παρὰ Πέρσαις», αρμεν. arcni (< arci-wi) «αετός» κ.ά.) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό ἀργυ-. Αντ' αυτού, με παρετυμολογική επίδραση των αἴξ και γὺψ / -πιθ. και του αἰετὸς για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. αἰγυπιός.