αβάρετος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρετός].———————— (II)
και -ητος, -η, -ο
1. αχτύπητος, άδαρτος
2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος
3. «γάλα αβάρετο» — το γάλα που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του
4. ενεργ. αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε
5. (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρώ].