αελλομάχος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
ἀελλομάχος, -ον (Μ)
αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
ἀελλομάχος, -ον (Μ)
αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.