αθέρμιστος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
-η, -ο θερμίζω
1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν
2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει
3. (για φαγητά) που δεν περιχύθηκε με καυτό βούτυρο, λάδι κ.λπ.
4. (για πράγματα) που δεν καθαρίστηκε με θερμό, δηλ. με νερό βραστό στάχτης («αθέρμιστα ρούχα»).