αγρυπνία

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) ἄγρυπνος
το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα
μσν.- νεοελλ.
ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών
αρχ.
το χρονικό διάστημα της φρούρησης, της σκοπιάς
2. (για την ποίηση) δημιούργημα άγρυπνης νύχτας.